Ο χρόνος αποτελεί την τέταρτη συνιστώσα του κοσμικού μυστηρίου, ενώ οι άλλες τρεις συνιστώσες είναι ο χώρος. Μέσα στον χώρο κινούνται τα πράγματα και μέσα στο χρόνο αλλάζουν, γεννιούνται και φθείρονται. Ο χρόνος καθιστά τον κοσμικό χώρο τραγικό θέατρο, αφού μέσα σε αυτόν φανερώνεται το είναι, το κάλλος και η ωραιότητα και ταυτοχρόνως όλα αυτά αφανίζονται. Μέσα στο τραγικό θέατρο του κοσμικού χώρου δοκιμάζεται η ανθρώπινη συνείδηση και ο ανθρώπινος λόγος σε όλα τα επίπεδα αφού δι’ αυτών συνειδητοποιείται ο αφανισμός των όντων και της ωραιότητός των.

Η πρόοδος της επιστήμης από την δυτική αναγέννηση και τον δυτικό διαφωτισμό και μετά διεύρυνε την ανθρώπινη γνώση όσον αφορά το χρόνο, τον χώρο και την ύλη χωρίς όμως να λύσει το μυστήριο που ενέχουν όλα αυτά ως εκφάνσεις του κοσμικού είναι και γίγνεσθαι. Η επιστήμη γνωρίζει τον κόσμο και τα πράγματα ως γυμνά αντικείμενα ενώ αδυνατεί τελείως να αναμετρηθεί με την ανθρώπινη συνείδηση ως ορίζοντα φανέρωσης του κόσμου και της τραγικότητός του, αφού αυτός γεννάται διαρκώς και φθείρεται.

Σίγουρα όμως η εξέλιξη της επιστήμης βοήθησε και βοηθά στο να διαλύονται επιπόλαιες και απλοποιητικές αντιλήψεις περί του κοσμικού είναι και γίγνεσθαι, που παγιδεύουν την ανθρώπινη σκέψη σε ψευδή βεβαιότητα περί της ουσίας και της αλήθειας των πραγμάτων. Το πλέον σημαντικό επίτευγμα της μοντέρνας φυσικής είναι η αναγνώριση της σημασίας του χρόνου ως μια οντολογικής συνιστώσας της πραγματικότητας και όχι απλώς ως υποκειμενικής ποιότητας.

Στην σχετικότητα του Αϊνστάιν τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος αποτελούν μια δυναμική πραγματικότητα των χωροχρόνο, αφού ο κόσμος υφαίνεται από τα χωροχρονικά συμβάντα. Τα φυσικά συμβάντα δεν συμβαίνουν μέσα στον χώρο και το χρόνο. Από την άλλη μεριά πάλι στην σχετικότητα η ισοδυναμία μάζας και ενέργειας δείχνει ότι τα πράγματα συνίστανται από ενέργεια. Τι είναι όμως η ενέργεια και τι είναι το συμβάν; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν απαντιέται στην σχετικότητα όπως στη φυσική του Νεύτωνα δεν μπορούσε να απαντηθεί το ερώτημα τι είναι δύναμη, τι είναι μάζα ή τι είναι χώρος και χρόνος. Η κβαντική θεωρία έδειξε με την σειρά της ότι όλα όσα λέμε ότι είναι ο κόσμος και τα πράγματα δεν είναι αντικειμενικοί χαρακτηρισμοί ανεξάρτητοι από το γνωρίζον υποκείμενο δηλαδή την ανθρώπινη συνείδηση. Η γνώση του κόσμου περνάει μέσα από τον άνθρωπο και ποτέ δε μπορεί να ανεξαρτητοποιηθεί και να γίνει γνώση αντικειμενική. Για την κβαντική θεωρία τα φυσικά μεγέθη περιγράφουν σχέσεις και όχι πράγματα γυμνά ή αντικείμενα αφηρημένα. Ακόμη και η ίδια η έννοια της πραγματικότητας και του είναι αλλάζει στην κβαντική θεωρία. Διότι τώρα όλα τα πράγματα δεν είναι απλώς συμβάντα που συμβαίνουν αναγκαστικά. Τα πράγματα και ο κόσμος αναλύονται σε πιθανότητες και δυνατότητες, δηλαδή διαρκώς αναδύονται από το μη είναι στο είναι και περνούν από την δυνατότητα στην πραγματικότητα.

Τέλος, η θεωρία της πολυπλοκότητας και του χάους θα σπρώξει την φυσική θεωρία σε πολύ πιο ακραίες συλλήψεις. Ενώ η προηγούμενη φυσική θεωρία προσπαθούσε να ανάγει το όλον στα μέρη του καταλήγοντας σε μια θεμελιώδη πραγματικότητα (υλικά σημεία, συμβάντα, κύματα πιθανότητος) τώρα η θεωρία της πολυπλοκότητος αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται το θεμελιώδες, αλλά αντίθετα κάθε ον είναι μη αναγώγιμη μορφή. Η φύση αναγνωρίζεται ως γεννήτρια μορφών. Η γέννηση μιας συγκεκριμένης μορφής στο χώρο και τον χρόνο δεν εξηγείται αναγωγικά, δηλαδή δεν μπορεί να ερμηνευτεί με επιμέρους διαδικασίες. Αντίθετα μια μορφή έχει μια ετερότητα και μια προτεραιότητα ως προς τα μέρη της, έτσι ώστε η ολότητα της μορφής να εξηγεί τις επιμέρους λειτουργίες που εμπεριέχονται στην μορφή. Εδώ η φυσική θεωρία συναντά τόσο τους Αριστοτέλη – Πλάτωνα αλλά πολύ περισσότερο τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Τους μεν Αριστοτέλη – Πλάτωνα διότι η ουσία και το είναι ταυτίζονται με την μορφή η οποία έχει αυτοτέλεια. Τον δε Άγιο Μάξιμο και τους άλλους μεγάλους Έλληνες Πατέρες καθόσον καταργείται η έννοια της άμορφης ύλης. Τα όντα είναι μορφές που γεννιούνται και φθείρονται μέσα στον χώρο. Κάθε ον έχει το δικό του λόγο που εμπεριέχει τους επί μέρους λόγους των μερών του, χωρίς να ανάγεται σε αυτούς. Ο χρόνος γίνεται έτσι πραγματικός ως διαρκές και κυριολεκτικό πέρασμα από το μη ον στο ον.

Από εδώ και πέρα η φυσική θεωρία χάνει την ισχύ της αφού αδυνατεί να πει οτιδήποτε για τα όντα μετά την φυσική τους φθορά. Εδώ ο φυσικός χρόνος μένει μετέωρος και φανερώνεται ο εσχατολογικός χρόνος, όπου τα εφήμερα όντα μπορούν να αιωνιοποιηθούν. Η θεωρία των Ακτίστων Ενεργειών είναι ο χώρος όπου ο εσχατολογικός χρόνος αποκτά νόημα, αλλά αποκτά νόημα και ο ανθρώπινος λόγος. Η φυσική θεωρία της επιστήμης δέχεται την αναγκαιότητα της παρατηρούμενης μορφής του κόσμου (γένεση – φθορά). Αντίθετα, η θεωρία των Ακτίστων Ενεργειών φανερώνει την δυνατότητα αλλαγής του κόσμου και εξόδου του από τη φτώχεια της φυσικής νομοτέλειας. Ακόμη αποκαλύπτει την ευθύνη του ανθρώπινου όντος τόσο για την φτώχεια της φυσικής νομοτέλειας όσο και για την δυνατότητα οντολογικού εσχατολογικού εμπλουτισμού του κόσμου.