Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμοι», Αρ. Φύλλου 16-18, Δεκέμβριος 2006

Η εμπειρία, όπως πάντα νέα θαυμαστή κα πρωτόγνωρη. Μολονότι κάθε χρόνο και επί δέκα χρόνια επαναλαμβάνονται τα ίδια και τα ίδια πράγματα όμως είναι ωσάν να γίνονται για πρώτη φορά. Και αυτό δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που συμμετέχουν κάθε χρόνο είναι διαφορετικοί, αλλά σε κάτι βαθύτερο και ουσιωδέστερο. Οφείλεται στο ό,τι τα μνημεία κα τα σύμβολα, λέξεις, ήχοι, κινήσεις, έννοιες του διαχρονικού μας πολιτισμού αποτελούν την πλέον επαναστατική πρόκληση στην παγκόσμια ιστορία.

Απ’ έξω φαίνονται στατικά, και ακίνδυνα. Όταν όμως μπεις στην δική των περιοχή ή όταν τα αφήσεις να δράσουν στην βαθιά ανθρώπινη δική σου περιοχή, τότε καθίστανται άκρως «επικίνδυνα». Δηλαδή αποδεικνύονται ικανά να σε μεταμορφώνουν και να σε ανάγουν σε άλλο και νέο τρόπο αίσθησης και θέασης της ζωής και του κόσμου. Μέσα από αυτά ο κόσμος, τα πρόσωπα και τα πράγματα παύουν να είναι αντικείμενα προς εξωτερική χρήση μεταμορφούμενα σε συμμέτοχους μίας ιερής παγκόσμιας, άκρως ελκυστικής και ζώσης ιστορίας.

Αν ο όρος ζωή και ο όρος κόσμος εμπεριέχουν απειρία θαυμαστών νοημάτων, αισθημάτων, αποριών, εμπειριών και εκπλήξεων μυστικών που διαφεύγουν κάθε χρησιμοθηρικής και εργαλειακής αντικειμενοποιήσεως, τότε τα σύμβολα και τα μνημεία του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού αποτελούν την πόρτα και το άνοιγμα για την διαφυγή του ανθρώπου προς τούτο το μυστικό και άκρως πραγματικό τοπίο. Οι Ελληνικές λέξεις, η ποίηση και τα κείμενα, οι μουσικοί ήχοι, η τραγική ποίηση και η θεατρική κίνηση, το δημοτικό και έντεχνο τραγούδι, ο κύκλιος ιεροπρακτικός χορός, το βυζαντινό μέλλος ή κλασσική άθληση η εικαστική τέχνη (ζωγραφική και γλυπτική) του βλέμματος και του φωτός, τα φιλοσοφικά και θεολογικά σύμβολα του ρητού και αρρήτου, όλα τούτα πλεγμένα σε αξεδιάλυτη συνέχεια και ζωντανή σχέση μπορούν να φωτίζουν τα όντα καθιστώντας τα από γυμνά αντικείμενα συμμέτοχους ζωής μυστικής, και ανίκητης από κάθε μορφή ευτελισμού και σύγχρονης ορθολογικής απλοποίησης. Ταυτόχρονα μπορούν να αναζωογονούν το ενδότερο είναι του ανθρώπου αναδεικνύοντας τον άνθρωπο πρόσωπο και αληθινό πολίτη του κόσμου και του παντός. Διότι ο διαχρονικός ελληνικός πολιτισμός και τα σύμβολα – μνημεία του δεν αποτελούν μουσειακό είδος αφηρημένης καταναλωτικής στάσης αλλά αντιθέτως όταν τα αφήσουμε να ενεργήσουν σε όλο τους το βάθος και το πλάτος και να εκδηλώσουν όλο τους το δυναμικό τότε φανερούνται ως ο μοναδικός και αληθινός διαπολιτισμός και κοσμοπολιτισμός. Διότι το ελληνικό πνεύμα στην διαχρονική του εξέλιξη και πορεία καθίσταται εκ της φύσεώς του απολύτως παγκόσμιο και απολύτως τοπικό, απολύτως καθολικό και απολύτως εξατομικευμένο. Εάν υφίσταται ένας τρόπος για να διασωθεί στην ολότητά του το μερικό και συγκεκριμένο, το σωματικό ατομικό και εφήμερο, το τόδε τι του Αριστοτέλη και συγχρόνως να γίνει αυτό τούτο το εφήμερο τόπος και εικόνα ζώσα του αιωνίου, τότε αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από τον διαχρονικό ελληνικό και ορθόδοξο τρόπο. Τον τρόπο του βλέμματος και του προσώπου, του φωτός και της μορφής, της ενέργειας και της ουσίας που θέλει την πυκνή και άλογη ύλη να την καταστήσει πυκνό πνεύμα και έλλογη οντότητα όπως μαρτυρούν τα αρχαία αγάλματα αλλά και η βυζαντινή προσωπογραφία και αγιογραφία, η αρχαία τραγωδία αλλά και η Θεία Λειτουργία.

Πως όμως στην πράξη όλο αυτό το πολιτισμικά ζωντανό φορτίο και τα ιερά κειμήλια–σύμβολα του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού μπορούν να καταστούν σύγχρονο σχολείο και μάλιστα διεθνές; Αυτό σίγουρα είναι εφικτό όπως δείχνουν δέκα διεθνή σχολεία που έχει υλοποιήσει μέχρι σήμερα το Ταμιείον Θράκης στα Αρχαία Άβδηρα τα Θράκης και ένα διεθνές σχολείο στο Καστελόριζο του Ανατολικού Αιγαίου.

Η καινοτομία των σχολείων αυτών του Τ.Θ. έγκειται στο ό,τι σε αυτά η γλώσσα διδάσκεται ως φορέας νοημάτων και βιωμάτων και όχι απλώς ως φορέας στατικών και αντικειμενικών εννοιών κλειστού χαρακτήρα. Για τον λόγο αυτό η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας επιχειρείται μέσα από το μέλλος και το τραγούδι, τον χορό και το θέατρο, την ετυμολογία και την φιλοσοφία. Στα εν λόγω σχολεία προτεραιότητα δίδεται πρωτίστως στην απόκτηση ολιστικών–καθολικών βιωμάτων και δευτερευόντως στις γυμνές και αντικειμενικές έννοιες. Το έντεχνο και παραδοσιακό τραγούδι είναι ο χώρος όπου η καρδιά των μαθητών που για πρώτη φορά έρχονται σε επαφή με τα ελληνικά πράγματα, ανιχνεύει την δύναμη και την αλήθεια του ελληνικού λόγου και του ελληνικού τρόπου, στο να πυρπολείται το ανθρώπινο είναι στα έγκατά του από έρωτα για την ομορφιά και την όντως συνάντηση. Μαθαίνοντας να τραγουδάς το ελληνικό μέλλος από ευαίσθητους και αισθαντικούς δασκάλους όποιος και αν είσαι, Ευρωπαίος ή Ασιάτης, Βαλκάνιος ή Άραβας, Χριστιανός ή Μουσουλμάνος ή ό,τι άλλο, ξυπνάς στην περιοχή της όντως πόλης και στην Αγορά που σε άγει στην όντως συνάντηση και τον όντως έρωτα τον μέγα με όλα και για πάντα. Μαθαίνεις να αμύνεσαι υπέρ του ανθρώπου και της ανθρωπιάς του σε κάθε μήκος και σε κάθε πλάτος της ορατής αλλά και της μυστικής γεωγραφίας του ανθρωπίνου κόσμου και του κόσμου καθόλου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κύκλιο χορό, την αρχαία τραγική ποίηση και το θέατρό της αλλά και το ανατολικό βυζαντινό μέλλος των πολλών και γλυκυτάτων τρόπων του.

Στον κύκλιο ιεροπρακτικό χορό όλοι συγκρατούμενοι δια των χειρών και ατενίζοντες όλοι το βλέμμα όλων ξένοι και άγνωστοι καθίστανται φίλιον σώμα έρωτος ανιδιοτελούς. Στην περιοχή του βλέμματος πραγματοποιείται ο ελληνικός τρόπος του φωτός και της πυρπολούσης θέας του κάλλους και της ωραιότητας, ό,τι πιο επίκαιρο, σημαντικό και σπουδαίο μπορεί τούτη η σύγχρονη και μυστικά αιώνια Ελλάδα, να προσφέρει στον εαυτό της και στους λαούς του κόσμου. Τούτο είναι το βαθύτερο νόημα του λόγου, η ομορφιά (και το κάλλος) θα σώσουν τον κόσμο που δεν έχει παύσει να λέγεται ελπιδοφόρα από την εποχή του Ευριπίδη και από ποιο πριν (αιωνίως θητεύω στο κάλλος), από τον Βυζαντινό Ελληνισμό της Ορθοδοξίας (ο κάλλει ωραίος παρά πάντας βροτούς), και τους επιγόνους των Ντοστογιέφσκι (η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο) και τόσους άλλους σε ανατολή, δύση, βορρά και νότο. Ναι ο άνθρωπος, το βλέμμα και το πρόσωπο είναι η περιοχή που εισέρχεται το όντως νέο στην ιστορία και στον κόσμο.

Στην αρχαία τραγωδία ο άνθρωπος αναμετριέται με τον λόγο και την αλογία – δουλεία, την πόλη και την αγορά της, ως τόπο συνάντησης με το πάνυ ακριβές, με τον θάνατο και τη ζωή, την ελευθερία, την ανάγκη και το πρόσωπο ως τον τόπο της απολύτου ελευθερίας και έρωτας του παντός, τη μοναδικότητα, το εφήμερο και το αιώνιο, τον κόσμο και το Θεό. Διότι στον ελληνικό κόσμο όλα τούτα τα πράγματα και όλες τούτες οι λέξεις δεν είναι έννοιες απλές και γυμνές, είναι σταυρός και βάσανο, είναι δρόμος του πάθους και του βάθους, είναι χαρά και φως και ανάσταση όλων, φίλων και εχθρών. Στην αρχαία τραγική ποίηση και το θέατρό της η αγορά της πόλης της Ελληνίδος είναι ο έρως της Αντιγόνης και της Ιφιγένειας για το πάνυ ακριβές, για αυτό που απείρως πεινάς και διψάς και που στην αντεστραμμένη του ζήτηση σε καθιστά αδελφοκτόνο, πατροκτόνο και παιδοκτόνο δηλαδή ανθρωποκτόνο και κοσμοκτόνο Κρέοντα, Μήδεια, Ορέστη και λοιπά και λοιπά, δηλαδή σε καθιστά τραγικό και επώδυνα φυλακισμένο όν. Εδώ η πόλη και η δημοκρατία της δεν είναι ηθική ή θρησκευτική και ακίνδυνη σύμβαση. Εδώ στην τραγική ποίηση η Πόλη σου και η αγορά της είναι μαρτύριο μέγα και μαρτυρία άκρως ενδιαφέρουσα. Εδώ η ουδέτερη επιστήμη της φύσης γίνεται έλκουσα γνώση και έρως και πόθος και πάθος των ανθρωπίνων πραγμάτων. Εδώ ο άνθρωπος καθίσταται όντως μέτρο του κόσμου και της αλήθειάς τους. Εδώ ισχύει αυτό που στις μέρες μας ο σπουδαίος Έλληνας καθηγητής της φιλοσοφίας Σπύρος Κυριαζόπουλος θα το πει με σύγχρονο τρόπο: Ως Έλληνες δεν πορευόμαστε προς την αλήθεια αλλά ερχόμαστε από την αλήθεια.

Όλα τούτα και όσα άλλα δύσκολα χωρούν σε λέξεις και έννοιες φτωχές, οι ξένοι και οι δικοί μας, οι όμοιοί μας και οι διαφορετικοί μας που φοιτούν στα διεθνή σχολεία του Ταμιείου Θράκης αρχίζουν να τα υποπτεύονται και να τα ανιχνεύουν έμπρακτα, ψελλίζοντας για πρώτη φορά στα χείλη τους λέξεις του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή, του Ελύτη, του Καβάφη και του Σολωμού, και κινούντες ιεροπρακτικά το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα τους κατά τον τρόπο της αρχαίας τραγωδίας.

Ακόμη στο διεθνές αυτό σχολείο του Τ.Θ. όπου συναντούνται μαθητές, φοιτητές και νέοι επιστήμονες Ευρωπαίοι και Ασιάτες, Βαλκάνιοι, Άραβες και Αφρικανοί η ετυμολογία των ελληνίδων λέξεων, η καθόλου ιστορία και η φιλοσοφία των μαζί με το τραγούδι, το θέατρο, το χορό και τα εικαστικά μυούν τον θρησκειοποιημένο, θετικά ή αρνητικά, ιδεολογικοποιημένο, ή στενά εθνικοποιημένο σύγχρονο άνθρωπο ταυτοχρόνως στην ενότητα του όλου και την ετερότητα του συγκεκριμένου ατόμου και μερικού. Διότι η ενότητα που δεν διασώζει την ετερότητα καθίσταται τυραννία απανθρωποιός με αρχαίο ή με νέο τρόπο. Και η ετερότητα με την διαφορετικότητα που δεν που δεν αγωνιούν, δεν νοιάζονται και δεν στοχεύουν στην ενότητα του παντός καθίστανται ανάστροφη τυραννία της σύγχυσης και της αποξένωσης, όλων από όλους και από όλα. Διότι μέσα από τα ελληνικά γράμματα και τον ελληνικό τρόπο τα γνωρίζεις όλα και να τα παντρεύεσαι όλα, τα ερωτεύεσαι και τα νοσταλγείς όλα πριν τα δεις και πριν τα γνωρίσεις εξωτερικά. Τους έχεις όλους και όλα συναντήσει πρώτα μέσα στην καρδιά σου πριν τους δεις στο φως του ήλιου και πριν τους ταξινομήσεις σε ομάδες, κόμματα, θρησκείες, έθνη, φυλές, σε φίλους και εχθρούς, σε όμορφους και άσχημους, σε καλούς και κακούς. Τα ελληνικά γράμματα και ο τρόπος της καθόλου ελληνικής παιδείας σε καθιστούν ικανό να νικάς κάθε ανάγκη διαίρεσης, κάθε ανάγκη λήθης, κάθε ανάγκη αποστροφής, κάθε ανάγκη κέρδους και σου δείχνουν πώς να δεις, πώς να αισθανθείς, πώς να αγγίξεις, πώς να θελήσεις χωρίς να προσβάλεις και χωρίς να φονεύσεις.

Αλήθεια, για τον Ελληνικό τρόπο και τον Έλληνα λόγο πώς θα μπορούσε άραγε το όν σε όποια του εκδοχή να είναι άχρηστο ή αντικείμενο αξιοποιήσεως υποκειμενικής, τεχνολογικής, θρησκευτικής ή όποιας άλλης. Αφού ο Αριστοτέλης θα μας προειδοποιεί ες αεί «αεί απορούμενον και αεί ζητούμενον, τι εστί το όν», όχι το όν των φιλοσόφων αλλά το κάθε όν, το ατομικό και μερικό, το εφήμερο, απτό και συγκεκριμένο, το όν όσων τους δόθηκε να δουν τα βλέμματα των άλλων και να τους ερωτευτούν απολύτως και δια παντός, έναν-έναν και όλους μαζί εδώ και παντού και πάντα. Διότι ο ελληνικός τρόπος σε εκτινάσσει στα έγκατα του είναι σου και στα όρια και τις παρυφές του χώρου και του χρόνου και σε καθιστά ακάματο νοσταλγό και απολύτως ανιδιοτελή εραστή του κάλλους και της ωραιότητας του απτού, του ιστορικού και του εφήμερου. Εν τέλει η ελληνική παιδεία εγκαθιστά τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, στη θαυμαστή περιοχή του άσματος ασμάτων και τον μυεί στην διαρκή και ασίγητη κραυγή «Μήπως τουλάχιστον είδατε εσείς τον αδελφιδόν μου αυτόν που ενοστάλγησε η καρδιά μου…», στην Ασία ή στην Αμερική, στον Βορρά ή στο Νότο, στο Παρελθόν ή στο Μέλλον, στα όρια της ιστορίας, του χώρου και του χρόνου. Βέβαια αυτά δεν είναι άλλο από λόγια και σχολεία για παιδιά αφού εξ’ άλλου οι Έλληνες αεί παίδες εισί. Αυτό σημαίνει ο λόγος του Ευριπίδη «αιωνίως θητεύω στο κάλλος», ο λόγος της Ιφιγένειας «ξυστά περνάς καλέ μου από την καρδιά μου», ο λόγος της Αντιγόνης «γεννήθηκα για να αγαπώ», ο λόγος, ο λόγος, ο λόγος τόσων άλλων από την αρχαία εποχή έως σήμερα και συμπεπυκνωμένα ο λόγος της Ορθόδοξης Θείας Λειτουργίας που έχει σαφώς και προφητικά πρωτυπωθεί στην Αρχαία Τραγωδία «δος μοι τούτον τον ξένον…». Διότι εδώ στον τρόπο των Ελλήνων που δεν είναι άλλος από τον τρόπο του καθενός που έχει ξυπνήσει στην όντως περιοχή του ανθρώπου και στην όντως αγορά της πόλης, ο όντως διαπολιτισμός δεν είναι ο αφηρημένος και πολτοποιός σύγχρονος τρόπος μιας παγκοσμιοποιημένης θρησκείας του κέρδους και της πολυτελούς ή ευτελούς αποξένωσης. Αποξένωσης και σύγκρουσης ή κρύας συνάντησης ανθρώπων και λαών του κόσμου, σε μια άμορφη και ανώνυμη πολιτεία όπου όλοι συναντούν όλους και όλοι ως τυφλοί ή ως νεκροί προσπερνούν όλους και στο τέλος όλοι μισούν ή απαξιώνουν, χασμουριούνται ή αδιαφορούν για όλους διότι δεν μπόρεσαν να δεχθούν ή δεν τους δόθηκε ένας άλλος τρόπος. Αυτό εν τέλει είναι το έλλογο δράμα αλλά και η υπεροχή του ελληνικού τρόπου να θέλει όλα να τα δίνει, όλα να τα μοιράζεται, όλα να τα χαρίζει αφού στην ελληνική αγορά της πόλης η όντως περιουσία σου είναι οι άλλοι, οι συμπολίτες σου εδώ και εκεί, χθες, σήμερα και αύριο, γνωστοί ή άγνωστοι, φίλοι ή εχθροί, ωφέλιμοι ή άχρηστοι.

Κατ’ άλλον τρόπο η ελληνική παιδεία μολονότι γέννησε κάθε επιστήμη και κάθε τεχνολογία η ίδια στην ουσία της δεν ήταν άλλο από σχόλη γόνιμο και ενεργό ή σφοδρώς και μοναδικώς παράγουσα «τεμπελιά» που σε καθιστά ακούραστο και άγρυπνο ερευνητή του παντός. Σχολάσατε και γνώτε.